- άσβεστος
- Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και στον υδραυλικό ά., που σκληρύνεται με την επίδραση του νερού ή σε υγρό περιβάλλον. Ο ασβέστης από χημική άποψη είναι οξείδιο του ασβεστίου (CaO). Η τέχνη της παρασκευής ά. με καμίνευση ασβεστόλιθων είναι πανάρχαια.
* * *και άσβηστος, -η, -ο (AM ἄσβεστος, -ον και -ος, -η, -ον)1. αυτός που δεν σβήνει ή δεν μπορεί κανείς να τον σβήσει («άσβηστη φωτιά»«ἀσβέστη φλόξ»«λυχνίδος ἀσβέστοιο»)2. εκείνος που δεν σβήνει, που δεν σταματά, ο ακατάπαυστος («άσβηστος καημός», «άσβηστη δίψα»«άσβεστος γέλως»)νεοελλ.ο ανεξίτηλος («μια θλιβερή εικόνα βαμένη με τα αίματα τ' άσβηστα», Παλαμάς)το θηλ. ως ουσ. (ΑΝ) (ΜΝ και ἀσβέστης, οΝ και ασβέστι, τοΜ ἄσβεστον, το) το οξείδιο του ασβεστίουαρχ.είδος ορυκτού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο < α-στερ. + σβέννυμι. Το νεοελλ. άσβηστος < άσβεστος (το -η- κατ' επίδραση του ρ. σβήνω). Το θηλ. του επιθ. άσβεστος χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό, για να δηλώσει αφ' ενός μεν (κατά παράλειψη του τίτανος) «την τίτανο που δεν σβήστηκε με νερό, το οξείδιο του ασβεστίου», αφ' ετέρου δε «είδος ορυκτού». Άλλοι τύποι του ουσ. άσβεστος «οξείδιο του ασβεστίου» είναι: μσν.-νεοελλ. ασβέστης και νεοελλ. ασβέστι < μσν. ασβέστιν < ασβέστιον, υποκορ. του ουσ. άσβεστοςμσν. άσβεστον < άσβεστος. Οι τύποι άσβεστος, ασβέστης χρησιμοποιήθηκαν για τον σχηματισμό πολλών λέξεων:ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ασβεστώδης, ασβέστωσις(-η)νεοελλ.ασβεστάς, ασβέστιος, ασβεστώνω.ΣΥΝΘ. νεοελλ. ασβεστοαμμοκονία (-κονίαμα), ασβεστόγαλα, ασβεστοκάμινο (-νος), ασβεστόλακκος, ασβεστόλιθος, ασβεστόνερο, ασβεστόπετρα, ασβεστούχος, ασβεστοχρίω].
Dictionary of Greek. 2013.